υπερασπίζομαι

υπερασπίζομαι
défendre

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Regardez d'autres dictionnaires:

  • υπερασπίζομαι — υπερασπίζομαι, υπερασπίστηκα βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: υπερασπίζω, υπερασπίζομαι : τα δύο ρ. έχουν την ίδια σημασία → προστατεύω ή υποστηρίζω ενάντια σε επίθεση, προσβολή ή ως συνήγορος σε δίκη …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αλληλοϋπερασπίζομαι — υπερασπίζομαι κάποιον και αντίστοιχα μέ υπερασπίζεται κι αυτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + υπερασπίζω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • υπερασπίζω — υπερασπίζω, υπεράσπισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. υπερασπίζομαι Σημειώσεις: υπερασπίζω, υπερασπίζομαι : τα δύο ρ. έχουν την ίδια σημασία → προστατεύω ή υποστηρίζω ενάντια σε επίθεση, προσβολή ή ως συνήγορος σε δίκη …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αγωνίζομαι — (Α ἀγωνίζομαι) 1. συναγωνίζομαι σωματικά ή πνευματικά για τα πρωτεία, για βραβείο 2. διεξάγω αγώνα, μάχομαι σε πόλεμο, πολεμώ 3. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι, μοχθώ, κοπιάζω αρχ. 1. συζητώ έντονα, εριστικά, προβάλλοντας… …   Dictionary of Greek

  • αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… …   Dictionary of Greek

  • αμύνομαι — (Α ἀμύνομαι και ἀμύνω) 1. βρίσκομαι σε άμυνα 2. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον 3. υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, προασπίζω, προστατεύω την ακεραιότητα του, δίνω μάχη, αγωνίζομαι γι’ αυτόν (για τις συντάξεις… …   Dictionary of Greek

  • δεφενδέρω — και δεφεδέρω, ντεφεντέρω, ντιφεντέρω υπερασπίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. difendere] …   Dictionary of Greek

  • διαφυλάσσω — και ττω (ΑΝ) διατηρώ κάτι σώο για πολύ καιρό αρχ. μσν. (για τον θεό) σώζω («ἀβλαβὴς διαφυλαχθεῑσα») αρχ. 1. μέσ. υπερασπίζομαι, προφυλάσσω για τον εαυτό μου 2. παρατηρώ καλά 3. διατηρώ («πειράσομαι κἀγὼ διαφυλάττειν τὴν εἰρήνην», Δημ.) 4. θυμάμαι …   Dictionary of Greek

  • διεκδικώ — (AM διεκδικῶ, έω) [εκδικώ] απαιτώ, εγείρω απαίτηση, συνήθως στα δικαστήρια, για όσα ισχυρίζομαι πως μού ανήκουν νεοελλ. 1. υπερασπίζω με αγώνες, αγωνίζομαι να κερδίσω ή να κρατήσω κάτι, διεκδικώ τα δικαιώματα μου, την ελευθερία μου κ.λπ. 2.… …   Dictionary of Greek

  • επαλκής — ἐπαλκής, ές (Α) ισχυρός, ρωμαλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλκής (< αλκή «δύναμη» < αλέξω «υπερασπίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”